περίτμητος

περίτμητος
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει υποστεί περιτομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιτέμνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Αν. Ι. Αντωνιάδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”